Μια νέα μελέτη δείχνει ότι η γνώση της κυβερνητικής επιτήρησης προκαλεί τους ανθρώπους να αυτολογοκρίνουν στο διαδίκτυο τις μειοψηφικές τους απόψεις. Η έρευνα προσφέρει μια αφυπνιστική ματιά στην επικρατούσα άποψη-κράχτη ότι τα κοινωνικά μέσα και η πρόσβαση στο διαδίκτυο επιδρούν «εκδημοκρατιστικά» και ενισχύουν τη γνώμη της μειοψηφίας.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journalism and Mass Communication Quarterly, εξέτασε την επίδραση που είχαν ήπιες υπενθυμίσεις της μαζικής επιτήρησης στους συμμετέχοντες. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων αντέδρασε αποφεύγοντας να εκφράσει απόψεις που θεωρούσε ότι ανήκουν στη μειοψηφία. Η έρευνα αυτή απεικονίζει το πως η εκτεταμένη επίγνωση της κυβερνητικής επιτήρησης, όπως αυτή αποκαλύφθηκε από τον πληροφοριοδότη Edward Snowden το 2013, οδηγεί στην αποσιώπηση των μειοψηφουσών απόψεων.
Ο «φαύλος κύκλος της σιωπής» είναι ένα καλά μελετημένο φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι καταστέλλουν αντιδημοφιλείς απόψεις για να ενταχθούν και να αποφύγουν την κοινωνική απομόνωση. Έχει εξεταστεί στο πλαίσιο των κοινωνικών μέσων και στο φαινόμενο του «θαλάμου ηχούς», σύμφωνα με το οποίο προσαρμόζουμε τις απόψεις μας ώστε να ταιριάζουν στη διαδικτυακή δραστηριότητα των φίλων μας στο Facebook και στο Twitter. Αλλά αυτή η μελέτη προσθέτει ένα νέο επίπεδο, εξετάζοντας ρητά το πώς η κυβερνητική επιτήρηση επηρεάζει την αυτολογοκρισία.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη αρχικά εξετάστηκαν σχετικά με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους και τη δραστηριότητά τους στο διαδίκτυο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ψυχολογικό προφίλ για κάθε άτομο. Σε μια ομάδα αποτελούμενη από τυχαίο δείγμα συμμετεχόντων, έγιναν διακριτικές υπενθυμίσεις σχετικά με την κυβερνητική επιτήρηση και στη συνέχεια παρουσιάστηκε σε όλους τους συμμετέχοντες, ένας ουδέτερος, φανταστικός τίτλος σύμφωνα με τον οποίο αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ είχαν στοχεύσει θέσεις του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ. Στη συνέχεια τους τέθηκε μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τη στάση τους απέναντι στο υποθετικό γεγονός της είδησης, για παράδειγμα πώς νομίζουν ότι θα αισθάνονταν οι περισσότεροι Αμερικανοί για το γεγονός και αν θα εξέφραζαν δημόσια τη γνώμη τους σχετικά με το θέμα. Η πλειοψηφία αυτών που είχαν «κατηχηθεί» με πληροφορίες σχετικές με την επιτήρηση ήταν λιγότερο πιθανό να αποκαλύψουν τις πιο αιρετικές από τις ιδέες τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των συμμετεχόντων που με βάση το ψυχολογικό προφίλ τους αξιολογήθηκαν ως λιγότερο πιθανό να αυτολογοκρίνουν.
Η Elizabeth Stoycheff, η επικεφαλής ερευνήτρια της μελέτης και Επίκουρος Καθηγήτρια στο Wayne State University, ταράχτηκε από αυτές τις διαπιστώσεις.
«Τόσοι πολλοί άνθρωποι με τους οποίους έχω μιλήσει, λένε, ότι δεν νοιάζονται για τη διαδικτυακή επιτήρηση, επειδή δεν παραβιάζουν κανέναν νόμο και δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Θεωρώ αυτούς τους εξορθολογισμούς βαθύτατα ανησυχητικούς».
Είπε ότι οι συμμετέχοντες οι οποίοι συμμερίζονταν την πεποίθηση «δεν έχω τίποτα να κρύψω», οι οποίοι είχαν την τάση να υποστηρίζουν τη μαζική επιτήρηση ως απαραίτητη για την εθνική ασφάλεια, ήταν οι πιθανότεροι να αποσιωπήσουν τις μειοψηφούσες απόψεις τους.
«Το γεγονός ότι τα άτομα τύπου “δεν έχω τίποτα να κρύψω” βιώνουν μία τέτοια καταστολή, καταδεικνύει πως η προστασία της ιδιωτικότητας στο διαδίκτυο είναι πολύ σημαντικότερη από την απλή νομιμότητα των ενεργειών ενός ατόμου. Πρόκειται για θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα να έχει κανείς τον έλεγχο της αυτο-παρουσίασης και της εικόνας του, τόσο κατ’ ιδίαν όσο, τώρα πια, και στην δυνατότητα αναζήτησης ιστορικού και μεταδεδομένων», είπε.
Η Stoycheff ανησυχεί επίσης για την αθόρυβη καταπιεστική συμπεριφορά της αυτολογοκρισίας.
«Με ανησυχεί ότι η επιτήρηση φαίνεται να διευκολύνει μια κουλτούρα αυτολογοκρισίας, διότι οδηγεί σε περαιτέρω στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων των μειονοτικών ομάδων. Και είναι δύσκολο να προστατευθούν και να επεκταθούν τα δικαιώματα αυτών των ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, όταν οι φωνές τους δεν αποτελούν μέρος της συζήτησης. Η δημοκρατία ευδοκιμεί σε μια ποικιλία ιδεών ενώ η αυτολογοκρισία την κάνει να λιμοκτονεί», είπε. «Aπαραίτητη κίνηση είναι η μετατόπιση της συζήτησης, έτσι ώστε οι Αμερικανοί να καταλάβουν ότι οι πολιτικές ελευθερίες έχουν τόση θεμελιώδη σημασία για την μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας όσο και η παρεμπόδιση των όχι και τόσο συχνών τρομοκρατικών επιθέσεων.»
Η Stoycheff έχει γράψει σχετικά με την ικανότητα των διαδικτυακών εργαλείων κοινής χρήσης να εμπνεύσουν δημοκρατική αλλαγή. Όμως, τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης έχουν αλλάξει τις απόψεις της. «Η υιοθέτηση των τεχνικών επιτήρησης, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, υπονομεύει την ικανότητα του Διαδικτύου να χρησιμεύσει ως μια ουδέτερη πλατφόρμα για έντιμη και ανοικτή συζήτηση. Αρχίζει να εξαλείφεται η ικανότητα του Διαδικτύου να λειτουργεί ως φιλόξενος χώρος συνάντησης για όλες τις φωνές, αντιθέτως φροντίζει πια μόνο για τον πιο κυρίαρχο», είπε. Κατά δήλωσή της δεν έλαβε καμία εξωτερική χρηματοδότηση για την έρευνα ή τη δημοσίευση της συγκεκριμένης μελέτης.
Πηγή άρθρου: https://www.washingtonpost.com
Μετάφραση: https://medialibre.net