ΕΛ/ΛΑΚ | creativecommons.gr | mycontent.ellak.gr |
freedom

Hacker ethic (Το ήθος του χάκερ)

Το hacker ethic είναι ένας όρος επικεφαλίδα για τις ηθικές αξίες και τη φιλοσοφία που είναι κοινές στην κοινότητα των hacker (χάκερ). Ενώ η φιλοσοφία προήλθε από το Massachusetts Institute of Technology (MIT) στη δεκαετία του 1950 και του 1960, ο όρος hacker ethic αποδίδεται στον δημοσιογράφο Steven Levy όπως αυτός τον περιγράφει στο βιβλίο του το 1984 με τον τίτλο “Hackers: Heroes of the Computer Revolution ” [pdf αρχείο, 367 σελίδες στα αγγλικά]. Τα βασικά σημεία σε αυτό το ήθος είναι η πρόσβαση, η ελευθερία της πληροφόρησης και η βελτίωση της ποιότητας της ζωής. Ενώ ορισμένα δόγματα του hacker ethic περιγράφονται σε άλλα κείμενα, όπως στο “Computer Lib/Dream Machines ” (1974) [pdf αρχείο, 132 σελίδες στα αγγλικά]  από τον Ted Nelson, ο Levy φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος που τεκμηρίωσε τόσο τη φιλοσοφία όσο και τους ιδρυτές της φιλοσοφίας του.

yield to the Hands-on imperative! 2. All information should be free . 3. Mistrust authority—promote the decentralization. 4. Hackers should be judged by their hacking, not bogus criteria such as degrees, age, race, or position. 5. You can create art and beauty on a computer.

Ιστορία

Ο Levy εξηγεί ότι όταν το MIT στέγασε έναν από τους πρώτους IBM 704 υπολογιστές μέσα στο Electronic Accounting Machinery (EAM) το 1959, αυτό το δωμάτιο έγινε και το πρώτο πεδίο δράσης για τους πρώιμους χάκερ, καθώς οι φοιτητές του MIT από το Tech Model Railroad Club έμπαιναν κρυφά μέσα στο δωμάτιο ΕΑΜ αργά την νύχτα και προσπαθούσαν να προγραμματίσουν τον 30 τόνων και 2,7 μέτρων ύψους υπολογιστή.

Η ομάδα του MIT ορίζει το hack ως ένα πρότζεκτ που αναλαμβάνεται ή ένα προϊόν που φτιάχνεται, για να εκπληρώσει κάποιον εποικοδομητικό στόχο, αλλά μαζί και με κάποια άγρια χαρά που λαμβάνεται με την απλή συμμετοχή. Ο όρος hack προέκυψε από την αργκό στο MIT, καθώς η λέξη είχε χρησιμοποιηθεί καιρό πριν για να περιγράψει τις κολεγιακές φάρσες που οι φοιτητές στο MIT σκάρωναν τακτικά. Ωστόσο, το hacker ethic του Levy επίσης συχνά αναφέρεται εκτός πλαισίου και παρεξηγημένα για να περιγράψει το hacking σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μαζί με τόσες πολλές άλλες πηγές που εσφαλμένα υπονοούν ότι ο όρος περιγράφει τα ιδανικά των white hat hackers . Ωστόσο, για αυτό που μιλάει σχετικά ο Levy, δεν έχει απαραίτητα ή ιδιαίτερα, να κάνει με την ασφάλεια υπολογιστών, αλλά έχει να να κάνει με πολύ πιο ευρύτερα θέματα.

Το hacker ethic είχε περιγραφεί ως ένας “νέος τρόπος ζωής, με μια φιλοσοφία, μια ηθική και με ένα όνειρο”. Ωστόσο, τα στοιχεία του hacker ethic δεν έχουν ανοιχτά συζητηθεί και αναλυθεί, περισσότερο μάλλον έχουν γίνει σιωπηρά αποδεκτά και έχουν σιωπηλά συμφωνηθεί.

Το κίνημα ελεύθερου λογισμικού (free software movement) γεννήθηκε στις αρχές του 1980 από τους οπαδούς του haker ethic. Ο ιδρυτής του κινήματος, ο Richard Stallman, αναφέρεται από τον Steven Levy ως “ο τελευταίος αληθινός χάκερ“. Οι σύγχρονοι χάκερ που τηρούν το hacker ethic -ειδικά το Hands-On Imperative (η επίμονη τάση του να βάζεις χέρι στα πράγματα)- είναι συνήθως υποστηρικτές του λογισμικού ελεύθερου και λογισμικού ανοικτού κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ) Αυτό συμβαίνει επειδή το ελεύθερο και ανοικτού κώδικα λογισμικό επιτρέπει στους χάκερ να αποκτήσουν πρόσβαση στον πηγαίο κώδικα που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία του λογισμικού και έτσι μπορούν να τον βελτιώσουν ή να τον επαναχρησιμοποιήσουν σε άλλα πρότζεκτ.
βλ. “Free Software, Free Society – Selected Essays of Richard M. Stallman, Second Edition”, by Richard Stallman, Free Software Foundation.
Free as in Freedom (2.0): Richard Stallman and the Free Software Revolution”, by Sam Williams, Second edition revisions by Richard M. Stallman, Free Software Foundation

Ο Richard Stallman περιγράφει:
Το hacker ethic αναφέρεται στα συναισθήματα του σωστού και του λάθους, με τις ηθικές ιδέες που αυτή η κοινότητα των ανθρώπων είχαν, στο ότι η γνώση πρέπει να μοιράζεται με άλλους ανθρώπους οι οποίοι θα μπορούν να επωφεληθούν από αυτό και ότι οι σημαντικοί πόροι θα πρέπει να χρησιμοποιούνται παρά να σπαταλιούνται”. και αναφέρει πιο συγκεκριμένα ότι το hacking (το οποίο ο Stallman το ορίζει ως playful cleverness / παιχνιδιάρικη εξυπνάδα) και τα ethics είναι δύο διαφορετικά ζητήματα:
Ακριβώς επειδή κάποιος απολαμβάνει το hacking δεν σημαίνει ότι έχει και μια ηθική δέσμευση στο να φέρεται σωστά στους άλλους ανθρώπους. Μερικοί χάκερ ενδιαφέρονται για τα ethics -εγώ ενδιαφέρομαι, για παράδειγμα- αλλά αυτό δεν είναι κομμάτι του να είσαι χάκερ, είναι ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό. […] το hacking δεν είναι κατά κύριο λόγο ένα ηθικό ζήτημα.
[…] το hacking τείνει να οδηγεί ένα σημαντικό αριθμό από χάκερ στο να σκεφτούν για ηθικά ζητήματα με έναν ορισμένο τρόπο. Δεν θα ήθελα να αρνηθώ πλήρως όλες τις συνδέσεις που μπορεί να υπάρξουν μεταξύ του hacking και των απόψεων σχετικά με τα ethics
”.
The Hacker Community and Ethics: An Interview with Richard M. Stallman, 2002

Τα hacker ethics

Όπως ο Levy συνοψίζει στον πρόλογο του βιβλίου του, στο Hackers, στα γενικά δόγματα ή στις αρχές του hacker ethic, περιλαμβάνονται:

  • Ο Διαμοιρασμός (Sharing)
  • Η Ανοιχτότητα (Openness)
  • Η Αποκέντρωση (Decentralization)
  • Η Ελεύθερη πρόσβαση σε υπολογιστές (Free access to computers)
  • Η Βελτίωση του Κόσμου (World Improvement)

Προσθετικά με αυτές τις αρχές, ο Levy περιγράφει επίσης πιο συγκεκριμένα τα hacker ethics και τις πεποιθήσεις στο κεφάλαιο 2, στο “The Hacker Ethic”. Τα ethics που περιγράφονται στο κεφάλαιο 2 είναι:

Η πρόσβαση σε υπολογιστές -και οτιδήποτε που μπορεί να σε διδάξει κάτι για τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος, θα πρέπει να είναι απεριόριστη και συνολική. Πάντα στηρίζεται στην επιτακτική ανάγκη του να “βάζεις χέρι” στα πράγματα!

Ο Levy εξιστορεί τις ικανότητες του χάκερ για μάθηση και για την αξιοποίηση των προϋπάρχουσων ιδεών και συστημάτων. Πιστεύει ότι η πρόσβαση δίνει στους χάκερ την ευκαιρία να πάρουν τα πράγματα και να τα αποσυναρμολογήσουν, να τα διορθώσουν, να τα βελτιώσουν και να μάθουν και να κατανοήσουν το πώς λειτουργούν. Αυτό τους δίνει τη γνώση για να δημιουργήσουν νέα και ακόμα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Η πρόσβαση βοηθά στην επέκταση της τεχνολογίας.

Όλες οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι ελεύθερες
Συνδεδεμένο άμεσα με την αρχή της πρόσβασης, είναι και το ότι οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι ελεύθερες ώστε οι χάκερ να μπορούν να διορθώσουν, να βελτιώσουν και να ξανα-ανακαλύψουν τα συστήματα. Μια ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών επιτρέπει τη μεγαλύτερη συνολική δημιουργικότητα. Από την άποψη του χάκερ, κάθε σύστημα θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια εύκολη ροή πληροφοριών, μια έννοια που είναι γνωστή ως διαφάνεια στις κοινωνικές επιστήμες. Όπως σημειώνει ο Stallman, το “ελεύθερο” (free) αναφέρεται στην απεριόριστη πρόσβαση και όχι στην τιμή (στα αγγλικά η λέξη “free” έχει διπλή έννοια, ελεύθερο και δωρεάν).

Η δυσπιστία σε αρχή – προωθεί την αποκέντρωση
Ο καλύτερος τρόπος για να προωθηθεί η ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών είναι να έχουμε ένα ανοικτό σύστημα που δεν θα βάζει σύνορα μεταξύ ενός χάκερ και ενός κομματιού πληροφοριών ή ενός στοιχείου εξοπλισμού που του χρειάζεται, στην προσπάθειά του για γνώση, βελτίωση και χρόνου on-line. Οι Οι χάκερ πιστεύουν ότι οι γραφειοκρατίες, είτε εταιρικές, είτε κυβερνητικές, είτε πανεπιστημιακές, είναι ατελέσφορα συστήματα.

Οι χάκερ θα πρέπει να κρίνονται από το hacking τους και όχι με κριτήρια όπως πτυχία, ηλικία, φυλή, φύλο ή θέση
Συνυφασμένο με το hacker ethic είναι ένα αξιοκρατικό σύστημα όπου η επιπολαιότητα δεν λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση των δεξιοτήτων. Ο Levy τοποθετεί τα κριτήρια όπως η ηλικία, το φύλο, η φυλή, η θέση και τα προσόντα στο να θεωρούνται άνευ σημασίας στο πλαίσιο της κοινότητας των χάκερ. Η ικανότητα του χάκερ είναι ο τελικός καθοριστικός παράγοντας της αποδοχής (από τους άλλους χακερ και από την κοινότητα). Ένας τέτοιος κώδικας εντός της κοινότητας των χάκερ προωθεί την πρόοδο του hacking και την ανάπτυξη του λογισμικού. Σε ένα παράδειγμα hacker ethic της ισότητας των ευκαιριών, ο L Peter Deutsch, ένας δωδεκάχρονος χάκερ, έγινε δεκτός στην TX-0  κοινότητα, αν και ο ίδιος δεν είχε αναγνωριστεί από τους μη χάκερ μεταπτυχιακούς φοιτητές.

Μπορείς να δημιουργήσεις τέχνη και ομορφιά σε έναν υπολογιστή
Οι χάκερ εκτιμούν βαθύτατα τις καινοτόμες τεχνικές που επιτρέπουν σε προγράμματα να εκτελούν περίπλοκες εργασίες με λίγες οδηγίες. Ο κώδικας ενός προγράμματος θεωρείται ότι κατέχει την ομορφιά από μόνος του, αφού προσεκτικά συντέθηκε και επιδέξια συγκροτήθηκε. Η μάθηση να δημιουργείς προγράμματα που χρησιμοποιούν τον ελάχιστο δυνατό χώρο έγινε σχεδόν ως ένα παιχνίδι ανάμεσα στους πρώιμους χάκερ.

Οι υπολογιστές μπορούν να αλλάξουν τη ζωή σου προς το καλύτερο
Οι χάκερ αισθάνθηκαν ότι οι υπολογιστές είχαν εμπλουτίσει τη ζωή τους, ότι έδωσαν στη ζωή τους στόχο και σκοπό και ότι έκαναν τη ζωή τους περιπετειώδη. Οι χάκερ θεωρούσαν τους υπολογιστές ως λυχνάρια του Αλαντίν που θα μπορούσαν να ελέγξουν. Πίστευαν ότι ο καθένας στην κοινωνία θα μπορούσε να επωφεληθεί με το να βιώσει μια τέτοια δύναμη και ότι εάν ο καθένας θα μπορούσε να αλληλεπιδράσει με τους υπολογιστές με τον τρόπο που το έκαναν οι χάκερ, τότε το hacker ethic θα μπορούσε να εξαπλωθεί μέσα στην κοινωνία και οι υπολογιστές θα μπορούσαν να βελτιώσουν τον κόσμο. Ο χάκερ καταφέρνει να μετατρέψει τα όνειρα των απεριόριστων δυνατοτήτων σε πραγματικότητα. Ο πρωταρχικός σκοπός του χάκερ ήταν να διδάξει την κοινωνία ότι “ο κόσμος που ανοίγει ο υπολογιστής ήταν ένας απεριόριστος κόσμος”.

Διαμοιρασμός
Από τις πρώτες ημέρες των σύγχρονων υπολογιστών μέχρι τη δεκαετία του 1970, ήταν πολύ πιο κοινό και συνηθισμένο για τους χρήστες υπολογιστών να έχουν τις ελευθερίες που παρέχονται από ένα ήθος (ethic) ανοιχτής ανταλλαγής, διαμοιρασμού και συνεργασίας. Το λογισμικό, συμπεριλαμβανομένου και του πηγαίου κώδικα, ήταν κοινά διαμοιραζόμενο από τα άτομα που χρησιμοποιούσαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι περισσότερες εταιρείες είχαν ένα επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζονταν στις πωλήσεις του υλισμικού (hardware) και παρείχαν ή προσέφεραν το σχετικό λογισμικό δωρεάν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Levy, η ανταλλαγή και ο διαμοιρασμός ήταν ο κανόνας και ήταν και τα αναμενόμενα μέσα στην κουλτούρα των μη εταιρικών χάκερ. Η αρχή του διαμοιρασμού (principle of sharing) προήλθε από την ανοιχτή ατμόσφαιρα και την ανεπίσημη δυνατότητα πρόσβασης στους πόρους στο MIT. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του προγραμματισμού, οι χάκερ στο MIT θα ανέπτυσσαν ένα πρόγραμμα και θα το μοιράζονταν με άλλους χρήστες υπολογιστών.

Αν το hack κρινόταν ότι ήταν ιδιαίτερα καλό, τότε το πρόγραμμα θα μπορούσε να αναρτηθεί σε έναν πίνακα ανακοινώσεων, κάπου κοντά σε έναν από τους υπολογιστές. Και άλλα προγράμματα θα μπορούσαν να κατασκευαστούν στηριζόμενα πάνω σε αυτό για το βελτιώσουν και θα τα έσωζαν σε μαγνητικές ταινίες και θα τα πρόσθεταν στο ντουλάπι (μηχάνημα για μαγνητικές ταινίες) με τα προγράμματα για να είναι εύκολα προσβάσιμα από όλους τους άλλους χάκερ. Ανά πάσα στιγμή, ένας συνάδελφος χάκερ θα μπορούσε να ψάξει στο ντουλάπι, να βρει το πρόγραμμα και να αρχίσει να προσθέτει σε αυτό ή να το “bumming” (βελτιώνει) για να το κάνει καλύτερο. Ως bumming αναφέρεται η διαδικασία της μετατροπής του κώδικα σε πιο συνοπτικές εντολές (γραμμές κώδικα), έτσι ώστε να μπορεί να κάνει περισσότερα από (ή τα ίδια με) πριν αλλά με λιγότερες οδηγίες/εντολές, έτσι εξοικονομούνταν πολύτιμη μνήμη (που εκείνη την εποχή ήταν περιορισμένη) για περαιτέρω βελτιώσεις [σημείωση από μτφ: πχ. Ένα τέτοιο bumming στα καταχωρημένα δεδομένα ήταν η αφαίρεση των δυο πρώτων ψηφίων από το έτος, αντί για 1970 καταχωρούνταν απλά σκέτο 70, μια ημερομηνία πχ. 10/12/1970 (10 ψηφία) καταχωρούνταν ως 101270 (6 ψηφία) και έτσι γινόταν εξοικονόμηση στον περιορισμένο χώρο αποθήκευσης δεδομένων. Βέβαια, αυτό το κόλπο προκάλεσε και το πρόβλημα στην αλλαγή της χιλιετίας, δηλ. από το 1999 στο 2000, καθώς ήταν απρόβλεπτο το πως θα αντιδρούσαν τα χιλιάδες χιλιάδων προγράμματα σε σχέση με πράξεις που βασίζονταν σε ημερομηνίες, μια και και το πιο πιθανό ήταν να συμπλήρωναν αυτόματα το 19 αντί του 20 μπροστά από τις διψήφιες χρονολογίες και έτσι μια ημερομηνία πχ. 10/12/00 να διαβάζονταν ως 10/12/1900 και όχι ως 10/12/2000, με απρόβλεπτες συνέπειες. Το πρόβλημα αυτό ονομάστηκε Year 2000 problem (επίσης γνωστό και ως Y2K problem, Millennium bug, Y2K bug ή σκέτα Y2K)

Στη δεύτερη γενιά των χάκερ, ο διαμοιρασμός ήταν για την κοινή χρήση με το ευρύ κοινό, εκτός από τον διαμοιρασμό με τους άλλους χάκερ. Μια ιδιαίτερη οργάνωση χάκερ που ασχολήθηκε με τον διαμοιρασμό στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές με το ευρύ κοινό ήταν μια ομάδα που ονομάζονταν Community Memory . Αυτή η ομάδα χάκερ και ιδεαλιστών έβαλαν τους υπολογιστές σε δημόσιους χώρους για τον οποιονδήποτε για να μπορεί να τους χρησιμοποιήσει. Ο πρώτος κοινοτικός υπολογιστής τοποθετήθηκε έξω από την Leopold’s Records στο Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια.

Ένας άλλος διαμοιρασμός, μια άλλη κοινή χρήση των πόρων, συνέβη όταν ο Bob Albrecht προμήθευσε με σημαντικούς πόρους μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που ονομάζονταν People’s Computer Company (PCC) . Η PCC άνοιξε ένα κέντρο υπολογιστών όπου ο καθένας μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους υπολογιστές που υπήρχαν εκεί με πενήντα σεντς ανά ώρα.
Βλ. People’s Computer Company, Newletter #1, Οκτώβριος 1972

Αυτή η δεύτερη γενιά πρακτικής λειτουργίας του διαμοιρασμού συνέβαλε θετικά στις μάχες για το ελεύθερο και ανοικτό λογισμικό. Όπως το γεγονός όταν η έκδοση του Bill Gates για την γλώσσα προγραμματισμού BASIC για τον υπολογιστή Altair μοιράστηκε στην κοινότητα των χάκερ, ο Gates υποστήριξε ότι έχει χάσει ένα σημαντικό ποσό χρημάτων, γιατί λίγοι από τους χρήστες του κατέβαλλαν χρήματα για το λογισμικό. Ως αποτέλεσμα, ο Gates έγραψε μια ανοιχτή επιστολή προς τους χομπίστες  Η επιστολή αυτή δημοσιεύθηκε από διάφορα περιοδικά υπολογιστών και από ενημερωτικά δελτία, κυρίως από το Homebrew Computer Club , όπου είχε γίνει ένα μεγάλο μέρος από τον διαμοιρασμό.

Hands-On Imperative


Πολλές από τις αρχές και τα δόγματα στο hacker ethic συμβάλλουν σε έναν κοινό στόχο: στο Hands-On Imperative (απόδοση: η εμμονή να “βάζω χέρι” στα πράγματα, να πειράζω τα πράγματα). Όπως περιγράφεται από τον Levy στο Κεφάλαιο 2, “οι χάκερ πιστεύουν ότι τα απαραίτητα διδάγματα μπορούν να αντληθούν σχετικά με τα συστήματα και σχετικά με τον κόσμο, από την αποσυναρμολόγηση των πραγμάτων, για να δεις το πώς λειτουργούν και χρησιμοποιώντας αυτή τη γνώση να δημιουργήσεις νέα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα”.

Για την εφαρμογή του Hands-On Imperative απαιτείται η ελεύθερη πρόσβαση, η ανοιχτή πληροφόρηση και ο διαμοιρασμός της γνώσης. Σε έναν πραγματικό χάκερ, εάν το Hands-On Imperative είναι περιορισμένο, τότε εφαρμόζεται το “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” για να αρθούν οι περιορισμοί, έτσι ώστε να μπορούν να γίνουν βελτιώσεις. Όταν οι αρχές αυτές δεν υπάρχουν, οι χάκερ έχουν την τάση να λειτουργούν εργαζόμενοι παρακάμπτοντας τους όποιους περιορισμούς έχουν τοποθετηθεί στον δρόμο τους. Για παράδειγμα, όταν οι υπολογιστές στο MIT προστατεύονταν είτε από φυσικές κλειδαριές ή από προγράμματα ελέγχου της σύνδεσης, οι χάκερ συστηματικά εργάστηκαν για να τα παρακάμψουν, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στις μηχανές. Οι χάκερ υιοθετούν μια “ηθελημένη τύφλωση” σχετικά με στην επιδίωξη της τελειότητας.

Αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν κακόβουλη ως προς τον χαρακτήρα της: οι χάκερ του ΜΙΤ δεν επεδίωκαν να βλάψουν τα συστήματα ή τους χρήστες τους. Αυτό έρχεται σε βαθιά αντίθεση με την σύγχρονη και από τα μέσα μαζικής ενημέρωση στην προβεβλημένη από αυτά εικόνα για τους χάκερ, αφού τους παρουσιάζουν ως κακόβουλους διαρρήκτες να παραβιάζουν ασφαλή συστήματα, προκειμένου να υποκλέψουν πληροφορίες ή να ολοκληρώσουν μια πράξη κυβερνο-βανδαλισμού σε αυτά.

Κοινότητα και συνεργασία
Σε όλα τα αναγνώσματα για τους χάκερ και τις διαδικασίες εργασίας τους, μια κοινή αξία είναι παρούσα, αυτή της κοινότητας και της συνεργασίας. Για παράδειγμα, στο βιβλίο του Levy, το “Hackers”, κάθε γενιά από χάκερ είχε γεωγραφικά βασισμένες κοινότητες όπου συνέβαιναν η συνεργασία και ο διαμοιρασμός. Για τους χάκερ στο MIT, ήταν τα εργαστήρια, όπου λειτουργούσαν οι υπολογιστές. Για τους χάκερ υλισμικού (δεύτερη γενιά) και τους χάκερ παιχνιδιών (τρίτη γενιά) η γεωγραφική περιοχή τους ήταν με επίκεντρο την Silicon Valley, όπου το Homebrew Computer Club και η People’s Computer Company βοηθούσαν στην δικτύωση των χάκερ, στην συνεργασία μεταξύ τους και στο να μοιράζονται την δουλεία τους.

Η έννοια της κοινότητας και της συνεργασίας εξακολουθεί να είναι σημαντική και σήμερα, παρόλο που οι χάκερ δεν περιορίζονται πλέον στην συνεργασία μέσα σε γεωγραφικές περιοχές. Τώρα η συνεργασία λαμβάνει χώρα μέσω του διαδικτύου. Ο Eric S. Raymond προσδιορίζει και εξηγεί αυτή την εννοιολογική αλλαγή στο βιβλίο του “The Cathedral and the Bazaar ” [pdf αρχείο, 40 σελίδες στα αγγλικά]:

Πριν από το φθηνό internet, υπήρχαν κάποιες γεωγραφικά συμπαγείς κοινότητες όπου η κουλτούρα ενθάρρυνε τον egoless (μη εγωιστικό) προγραμματισμό του Weinberg (βλ. “The Ten Commandments of Egoless Programming ”) και ένας προγραμματιστής θα μπορούσε εύκολα να προσελκύσει πολλούς ικανούς παρατηρητές και συν-προγραμματιστές. Τα Bell Labs , MIT AI και LCS Labs  UC Berkeley: έγιναν το σπίτι καινοτομιών που έχουν γίνει θρύλοι και παραμένουν ακόμα ισχυρά.

Ο Raymond σημειώνει επίσης ότι η επιτυχία του Linux  συνέπεσε με την ευρεία διαθεσιμότητα του World Wide Web (link is external). Η αξία της κοινότητας παραμένει ως σήμερα σε υψηλή πρακτική και χρήση.

Οι “αληθινοί χάκερ” κατά τον Levy
Ο Levy αναφέρει αρκετούς “αληθινούς χάκερ” που επηρέασαν σημαντικά το hacker ethic. Μερικοί από τους γνωστούς “αληθινούς χάκερ” είναι οι:

  • Bill Gosper : Μαθηματικός και χάκερ
  • Richard Greenblatt : Προγραμματιστής και πρωταρχικός σχεδιαστής μηχανών LISP
  • John McCarthy : Συν-ιδρυτής του MIT Artificial Intelligence Lab και του Stanford AI Laboratory
  • Richard Stallman : Προγραμματιστής και πολιτικός ακτιβιστής που είναι γνωστός για το GNU, το Emacs και το Free Software Movement

Ο Levy ταυτοποίησε επίσης τους “χάκερ υλισμικού” (hardware hackers, την “δεύτερη γενιά”, που επικεντρώθηκαν κυρίως στη Silicon Valley) και τους “χάκερ παιχνιδιών” (game hackers ή την “τρίτη γενιά”). Και οι τρεις γενιές των χάκερ, σύμφωνα με τον Levy, ενσωμάτωναν τις αρχές του hacker ethic. Μερικοί από τους χάκερ “δεύτερης γενιάς” που αναφέρει ο Levy είναι οι:

  • Steve Dompier : Μέλος του Homebrew Computer Club και χάκερ που εργάστηκε πάνω στον πρώιμο Altair 8800
  • John Draper : Μια θρυλική φιγούρα στον κόσμο του προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Έγραψε το EasyWriter, τον πρώτο επεξεργαστή κειμένου
  • Lee Felsenstein  : Ένας χάκερ υλισμικού και συν-ιδρυτής των Community Memory και Homebrew Computer Club, ένας από τους σχεδιαστές του υπολογιστή Sol-20A
  • Bob Marsh: Ένας από τους σχεδιαστές του υπολογιστή Sol-20
  • Fred Moore : Ακτιβιστής και ιδρυτής του Homebrew Computer Club
  • Steve Wozniak : Ένας από τους ιδρυτές της Apple Computer

Στους “τρίτης γενιάς” χάκερ που λειτούργησαν με το hacker ethic, ο Levy περιλαμβάνει τους:

  • John Harris: Ένας από τους πρώτους προγραμματιστές που προσελήφθη στην On-Line Systems (η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Sierra Entertainment)
  • Ken Williams : Μαζί με την γυναίκα του Roberta, ίδρυσαν την On-Line Systems μετά της εργασία τους στην IBM

Άλλες περιγραφές
Το 2001, ο Φιλανδός φιλόσοφος Pekka Himanen καθόρισε το hacker ethic σε αντίθεση με το Protestant work ethic (προτεσταντικό ήθος εργασίας). Κατά τη γνώμη του Himanen, το hacker ethic είναι πιο στενά συνδεδεμένο με την ηθική αρετή που βρίσκεται στα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο Himanen εξήγησε αυτές του τις ιδέες του σε ένα βιβλίο στο “The Hacker Ethic and the Spirit of the Information Age ”[pdf αρχείο, 255 σελίδες στα αγγλικά], ο πρόλογος είναι από τον Linus Torvalds και ο επίλογος από τον Manuel Castells

Σε αυτό το μανιφέστο, οι συγγραφείς έγραψαν για ένα hacker ethic που είναι κεντραρισμένο στο πάθος, στην σκληρή δουλειά, στην δημιουργικότητα και στην χαρά της δημιουργίας λογισμικού. Τόσο ο Himanen όσο και ο Torvalds εμπνεύστηκαν από το Sampo στη φινλανδική μυθολογία. Το Sampo, που περιγράφεται στο έπος Kalevala, ήταν ένα μαγικό τεχνούργημα που κατασκευάστηκε από τον Ilmarinen, τον θεό της σιδηρουργίας, που έφερνε καλή τύχη στον κάτοχό του και που κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να είναι. Το Sampo έχει ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους: ως ένας πυλώνας του κόσμου ή ένα δέντρο του κόσμου, μια πυξίδα ή ένας αστρολάβος, ένα σεντούκι που περιέχει έναν θησαυρό, ένα βυζαντινό νόμισμα, μια διακοσμημένη ασπίδα της περιόδου, ένα χριστιανικό κειμήλιο, κλπ. Ο ερμηνευτής του έπους Kalevala, ο Lönnrot, το ερμήνευσε ως ένα “quern” ή έναν είδος φορητού μύλου που έφτιαχνε αλεύρι, αλάτι και χρυσό από το πουθενά.

Πηγή άρθρου: http://waves.pirateparty.gr , Wikipedia

Leave a Comment